λούλουδο

λούλουδο
λούλουδο, το και λελούδι, το
το λουλούδι, το άνθος:Μες στου χειμώνα την καρδιά της μυγδαλιάς τα λούλουδα (Κ. Παλαμάς).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λούλουδο — το βλ. λουλούδι …   Dictionary of Greek

  • λουλούδι — και λελούδι και λούλουδο, το (Μ λουλούδιν και λουλούδι) το μέρος τού φυτού που περιλαμβάνει τα όργανα τής αναπαραγωγής του και στο οποίο αναπτύσσεται ο καρπός, το άνθος 2. καθετί ωραίο και αγαπητό, κόσμημα, στολίδι («λουλούδι τής Μονεμβασιάς και… …   Dictionary of Greek

  • πούλουδο — το, Ν άνθος, λουλούδι («λουλούδια μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το χορτάρι», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τύπος τής λ. λούλουδο. Πιθ. όμως να προέρχεται και από συμφυρμό τών λ. πούπουλο + λούλουδο] …   Dictionary of Greek

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • σύνθετος — η, ο / σύνθετος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθετος, ον και τ. θηλ. συνθετὴ ή συνθέτη Α [συντίθημι] 1. αυτός που έχει συγκροτηθεί από πολλά επιμέρους τμήματα ή στοιχεία αρμονικά ενωμένα, ο πολυμερής (α. «σύνθετη λέξη» λέξη που απαρτίζεται από δύο ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”